ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
Τα πολυτελή εγκαίνια του ΜΟΝ ΠΑΡΝΕΣ, οι καταγγελίες εναντίον της κυβέρνησης και οι επώνυμοι τζογαδόροι
Το καζίνο της Πάρνηθας, γνωστό ως Μον Παρνές, ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 5 Φεβρουαρίου του 1961.
Το κτίριο είχε χτιστεί δέκα χρόνια νωρίτερα και λειτουργούσε σαν ξενοδοχείο. Ήταν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, που θέλησε να κάνει την Πάρνηθα τουριστικό θέρετρο της παγκόσμιας ελίτ.
Η τοποθεσία ήταν ιδανική. Το βουνό της Πάρνηθας, που έδωσε και το όνομά του στο ξενοδοχείο, βρισκόταν πολύ κοντά στην Αθήνα και διέθετε εκπληκτική φυσική ομορφιά.
Το υψόμετρο στο οποίο θα χτιζόταν, ξεπερνούσε τα 1.000 μέτρα, καθιστώντας το ξενοδοχείο κέντρο ορεινών δραστηριοτήτων.
Η εκτίμηση ήταν, ότι εκτός από το βασικό κτίριο του ξενοδοχείου, θα δημιουργούνταν αθλητικές εγκαταστάσεις, εστιατόρια, χώροι αναψυχής, ακόμα και ένα μικρό θέατρο. Για να κατανοήσουμε το εγχείρημα, αρκεί να σκεφτούμε ότι στα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων, οι τουρίστες φιλοξενούνταν σε σπίτια των μόνιμων κατοίκων. Άρα, γενικά η δημιουργία ξενοδοχείων δεν ήταν οικεία στην ελληνική κοινωνία και μάλιστα με έξοδα του δημοσίου και η τουριστική ανάπτυξη ήταν ανύπαρκτη.
Το αρχικό κόστος υπολογίστηκε γύρω στα 40 εκατομμύρια δραχμές, αλλά τελικά ξεπεράστηκε κατά πολύ, αγγίζοντας τα 150 εκατομμύρια, προκαλώντας αντιδράσεις.
Οι πολιτικοί, κυρίως από τον χώρο της αριστεράς, θεώρησαν το πολυτελές ξενοδοχείο πρόκληση από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και υποστήριξαν ότι είναι ένα περιττό έργο, που πλήρωσε ακριβά ο ελληνικός λαός.
Την αρχιτεκτονική μελέτη του κτιρίου ανέλαβε ο Παύλος Μυλωνάς, αλλά το τελικό του έργο δίχασε. «Μοντέρνο παλάτι, μεγαλειώδες κτίριο αλλά και έκτρωμα», ήταν μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που του αποδόθηκαν.
Τα εγκαίνια του ξενοδοχείου πραγματοποιήθηκαν τον Ιούνιο του 1961, με λαμπρότητα παραμυθιού.
Η αφρόκρεμα της αθηναϊκής κοινωνίας έσπευσε να θαυμάσει το ξενοδοχείο, που σύμφωνα με τον Καραμανλή, επρόκειτο να γίνει μια αστείρευτη πηγή τουρισμού.
Την κορδέλα των εγκαινίων έκοψε ο τότε υπουργός προεδρίας Κωνσταντίνος Τσάτσος.
Παρά την αρχική ικανοποίηση, το Μον Παρνές δεν επιβεβαίωσε τις προσδοκίες. Δύο χρόνια μετά την έναρξη της λειτουργίας του, αριθμούσε περισσότερους υπαλλήλους από ότι πελάτες.
Η λύση βρέθηκε στον τζόγο.
Το 1969, το Μον Παρνές λειτουργούσε μόνο για την καλοκαιρινή τουριστική περίοδο, χωρίς να έχει αξιόλογα έσοδα. Οι προσπάθειες που έγιναν από την ηγεσία της χούντας «να αναστηθεί» το ξενοδοχείο, έπεσαν στο κενό.
Τότε αποφασίστηκε να ξεκινήσει μέσα στο ξενοδοχείο, η λειτουργία ενός καζίνο, με σκοπό να ενισχυθεί η κίνηση σε όλο το συγκρότημα.
Για τη δημιουργία του καζίνο επιλέχθηκε ο Κύπριος επιχειρηματίας Φρίξος Δημητρίου, ο οποίος, αν και παρέλαβε ένα κτίριο με πολλά προβλήματα, σύντομα κατάφερε να το αναμορφώσει. Τα εγκαίνια του καζίνο έγιναν στις 5 Φεβρουαρίου του 1971.
Υπολογίζεται ότι την ημέρα εκείνη, έδωσαν το «παρών» στο Μον Παρνές πάνω από 2.000 Αθηναίοι. Οι παρευρισκόμενοι ανήκαν στην ελίτ της κοινωνίας και μετέτρεψαν τα εγκαίνια του καζίνο, σε κοσμικό γεγονός. Τα πολυτελή αυτοκίνητα γέμισαν τον χώρο στάθμευσης ενώ οι πλούσιες κυρίες εμφανίστηκαν ντυμένες με τις επίσημες τουαλέτες τους και τα ακριβότερα κοσμήματά τους.
Με την ίδια επισημότητα αντιμετωπίστηκε η ημέρα των εγκαινίων και από τους υπεύθυνους του καζίνο, που ήθελαν να αφήσουν τις καλύτερες εντυπώσεις. Σύμφωνα με πρώην εργαζόμενο του καζίνο, για να είναι όλα στην εντέλεια, προσελήφθη μέχρι και ειδική καθαρίστρια για τους πολυελαίους.
Ένα χρόνο μετά, λειτούργησε και το τελεφερίκ, που έκανε την ανάβαση ευκολότερη και πιο εντυπωσιακή για τους θαμώνες του καζίνο. Το 1974 σταμάτησε να λειτουργεί το ξενοδοχείο Μον Παρνες και απέμεινε μόνο το καζίνο.
Η λειτουργία του καζίνο της Πάρνηθας
Το καζίνο της Πάρνηθας ήταν το πρώτο στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής. Μέχρι τότε, ο τζόγος ήταν εφικτός σε μεγάλα νησιά με αυξημένο τουρισμό, όπως η Κέρκυρα και η Ρόδος.
Το καζίνο της Πάρνηθας είχε αυστηρούς κανόνες λειτουργίας. Για να επιτραπεί σε κάποιον η είσοδος, έπρεπε να διαθέτει κάρτα μέλους, την οποία μπορούσε να αποκτήσει μετά από σύσταση τριών ενεργών μελών. Η είσοδος δεν επιτρεπόταν στους δημοσίους υπαλλήλους. Τις πολυπόθητες κάρτες αποκτούσαν οι έχοντες και κατέχοντες, οπότε στην ουσία ήταν ένα κλειστό κλαμπ. Η κάρτα μέλους του καζίνο της Πάρνηθας έγινε κάτι σαν πιστοποιητικό της καλής κοινωνίας της εποχής.
Οι υποψήφιοι θαμώνες ήταν υποχρεωμένοι να υποδεικνύουν τη φορολογική τους δήλωση και μόνο αν αυτή ξεπερνούσε τις 150.000 δραχμές, είχαν το δικαίωμα να μπουν στο καζίνο. Το ντύσιμο των πελατών έπρεπε να είναι προσεγμένο, όπως και η συμπεριφορά τους. Αν κάποιος μιλούσε άσχημα ή συμπεριφερόταν απρεπώς, μπορούσε να του απαγορευτεί η είσοδος στο καζίνο.
Το «Μον Παρνές» μετατράπηκε σε «ναό του τζόγου» των Αθηναίων. Η φράση «πάω στο βουνό» έγινε το σύνθημα των τζογαδόρων, που εννοούσαν πάω στο καζίνο.